θριγκός

θριγκός
ο
1) архит. антаблемент; 2) зубчатый верх стены

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θριγκός" в других словарях:

  • θριγκός — topmost course of stones in a wall masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • θριγκός — ο τμήμα του αρχαίου ναού που βρίσκεται πάνω από τους κίονες και αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο και το γείσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριγκοῖς — θριγκός topmost course of stones in a wall masc dat pl θριγκόω surround with a pres opt act 2nd sg θριγκόω surround with a pres subj act 2nd sg θριγκόω surround with a pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκοῖσι — θριγκός topmost course of stones in a wall masc dat pl (epic ionic aeolic) θριγκόω surround with a pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) θριγκόω surround with a pres subj act 3rd sg (epic) θριγκόω surround with a pres ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκοῖσιν — θριγκός topmost course of stones in a wall masc dat pl (epic ionic aeolic) θριγκόω surround with a pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) θριγκόω surround with a pres subj act 3rd sg (epic) θριγκόω surround with a pres ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκοί — θριγκός topmost course of stones in a wall masc nom/voc pl θριγκόω surround with a pres subj mp 2nd sg θριγκόω surround with a pres ind mp 2nd sg θριγκόω surround with a pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκοῦ — θριγκός topmost course of stones in a wall masc gen sg θριγκόω surround with a pres imperat mp 2nd sg θριγκόω surround with a imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκούς — θριγκός topmost course of stones in a wall masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκῶν — θριγκός topmost course of stones in a wall masc gen pl θριγκόω surround with a pres part act masc voc sg (doric aeolic) θριγκόω surround with a pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θριγκόω surround with a pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριγκῷ — θριγκός topmost course of stones in a wall masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»